Η ενδιάμεση συμφωνία ανάμεσα στο Ιράν και την ομάδα των 5 συν 1 όπου
οι ΗΠΑ έχουν την πρωτοκαθεδρία, είναι αναμφισβήτητα μία σημαντική
εξέλιξη, για την οποία ορισμένοι διακεκριμένοι δημοσιογράφοι όπως η
Julie Hirschfeld Davies της έγκριτης εφημερίδας New York Times
ανέφεραν ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο σημαντικά
επιτεύγματα των τελευταίων δεκαετιών στον τομέα της Αμερικανικής
Εξωτερικής Πολιτικής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για την εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ η σημαντική αυτή πολιτική εξέλιξη αποτελεί και δοκιμασία για την ικανότητα του Προέδρου Ομπάμα να οικοδομήσει τις απαραίτητες συναινέσεις ώστε η συμφωνία να κυρωθεί από το Αμερικανικό Κογκρέσο του οποίου η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία εμφανίζεται αντίθετη με πολλά σημεία της συμφωνίας αυτής, απειλώντας να την καταψηφίσει.
Έγκυροι πολιτικοί αναλυτές όπως ο M. o’Hanlon του γνωστού Αμερικανικού Ινστιτούτου Brookings αναφέρουν ότι Αμερικανική Εθνική συναίνεση γύρω από την ενδιάμεση συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα υπάρξει αν η Επιτροπή για την απονομή των βραβείων Νόμπελ στο Όσλο αποφασίσει να προτείνει για το βραβείο της Ειρήνης τον πρόεδρο Ομπάμα και τον πρώην πρόεδρο Μπούς ,θεωρώντας ότι και εκείνος συνέβαλλε με αποφάσεις του στη διαμόρφωση των συνθηκών και του κλίματος που είχαν ως αποτέλεσμα την σημερινή συμφωνία.
Πράγματι, ανεξάρτητα από τις πολλές και δικαιολογημένες διαφωνίες και ενστάσεις που διατυπώνονται για πολιτικές επιλογές του πρώην Προέδρου Τζ. Μπούς που είχαν καταστροφικά αποτελέσματα και για τις ΗΠΑ αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, πρέπει να του αναγνωρισθούν δύο τουλάχιστον αποφάσεις που συνέβαλαν στην διαμόρφωση του κλίματος που οδήγησε στην υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας με το Ιράν.
Η πρώτη αφορά στην συγκρότηση της ομάδας υπό τον τότε υφυπουργό Οικονομικών Stuart Levey η οποία αποφάσισε τις λεγόμενες «έξυπνες » κυρώσεις που αφορούσαν περιορισμούς στην πρόσβαση του Ιράν σε διεθνείς τραπεζικούς του λογαριασμούς, περιορισμούς στις εισαγωγές προϊόντων ιδιαίτερα υψηλής τεχνολογίας, και σε εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων των Ιρανικών εταιρειών. Οι κυρώσεις αυτές που ενισχύθηκαν από τον Πρόεδρο Ομπάμα αποτέλεσαν έναν οικονομικού τύπου μοχλό πίεσης που με την πάροδο του χρόνου σε συνδυασμό και με τις γνωστές εσωτερικές αλλαγές στο Ιράν , είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή στάσης του και την σύναψη της συμφωνίας.
Η δεύτερη αφορά στην απόφαση του Τζ. Μπούς να μην επιτρέψει τελικά στο Ισραήλ να χρησιμοποιήσει τον εναέριο χώρο του Ιράκ προκειμένου να βομβαρδίσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Ιράν. Και μπορεί τελικά οι αποφάσεις αυτές να μην είναι αρκετές για να εξεταστεί το ενδεχόμενο να του απονεμηθεί μαζί με τον Πρόεδρο Ομπάμα το Βραβείο Νόμπελ- άλλωστε η λανθασμένη απόφαση για την εισβολή στο Ιράκ και το Γουαντάναμο θα τον συνοδεύουν για πάντα- σύμφωνα όμως με Αμερικανούς αναλυτές η αναγνώριση τους από τον πρόεδρο Ομπάμα και τους δημοκρατικούς είναι αρκετή για την οικοδόμηση της συναίνεσης στο Κογκρέσο.
Όμως για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ η σημαντική αυτή συμφωνία είναι, στην ουσία , όπως εύστοχα παρατηρεί ο αναλυτήςDavid Rothkopf του γνωστού περιοδικού Foreign Policy, « ένα μικρό κομμάτι σε ένα μεγαλύτερο πάζλ». Πράγματι η προσεκτική παρατήρηση των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί.
Με επίκεντρο τα γεγονότα στην Υεμένη παρατηρούνται, αυτή τη φορά ίσως πιο έντονα , αφενός η διαχρονική προσπάθεια του Ιράν να αυξήσει την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή, αφετέρου η περιπεπλεγμένη θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι ΗΠΑ που έχουν δύο στόχους: την διάλυση του ISIS και τον περιορισμό της Ιρανικής επιρροής, στόχοι που στα πεδία των μαχών αποδεικνύονται διαμετρικά αντίθετοι. Έτσι ενώ στην Υεμένη έχουν ταχθεί με την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων χωρών με τις οποίες αυτή οργάνωσε την γνωστή συμμαχία εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν επαναστατών al Houthi, στο Ιράκ συμπλέουν με το Ιράν στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του ISIS.
Βέβαια η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να δημιουργήσει την γνωστή συμμαχία με άλλες χώρες της περιοχής και να επέμβει στην Υεμένη, δημιούργησε κάποια προβλήματα στην γενικότερη πολιτική του Ιράν . Και τούτο γιατί , για παράδειγμα όταν το Σουδάν αποφάσισε να συμμετάσχει στην Σαουδική συμμαχία , πέραν άλλων δημιούργησε σημαντικό πρόβλημα στο Ιράν στερώντας του στην ουσία έναν διάδρομο (Σουδάν- Χερσόνησος του Σινά- Λωρίδα της Γάζας) που χρησιμοποιούσε για την αποστολή όπλων σε οργανώσεις όπως η Χαμάς στην Παλαιστίνη .
Για τις ΗΠΑ ιδιαίτερη σημασία έχει και η σύμπλευση της Αιγύπτου με την Σαουδική Αραβία στις επιχειρήσεις στην Υεμένη. Και τούτο γιατί κάποιες καθυστερήσεις στην αποστολή αμερικανικής βοήθειας στην κατά τα άλλα σύμμαχο Αίγυπτο λόγω των εκεί πολιτικών εξελίξεων και των αλλαγών στην προεδρία της χώρας επέτρεψαν στην Ρωσία να δώσει το παρόν συνάπτοντας με την Αίγυπτο συμφωνίες αμυντικού και ενεργειακού περιεχομένου, πράγμα που δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι η Ουάσινγτον.
Με αυτά ως δεδομένα η αναζήτηση συναίνεσης στο Αμερικανικό Κογκρέσο είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Αν η πρόσφατη ενδιάμεση συμφωνία με το Ιράν καταψηφισθεί τότε πέρα από ενδεχόμενες συγκεκριμένες δυσμενείς συνέπειες θα δοθούν διεθνώς αρνητικά μηνύματα που ιδιαίτερα αυτή την περίοδο δεν χρειάζονται πρώτα οι ΗΠΑ και στη συνέχεια οι υπόλοιπες χώρες της διεθνούς Κοινότητας.
Ο Γιώργος Δημητρακόπουλος είναι διεθνολόγος πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκδότης της ηλεκτρονικής εφημερίδας LarissaTimes
πηγη
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για την εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ η σημαντική αυτή πολιτική εξέλιξη αποτελεί και δοκιμασία για την ικανότητα του Προέδρου Ομπάμα να οικοδομήσει τις απαραίτητες συναινέσεις ώστε η συμφωνία να κυρωθεί από το Αμερικανικό Κογκρέσο του οποίου η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία εμφανίζεται αντίθετη με πολλά σημεία της συμφωνίας αυτής, απειλώντας να την καταψηφίσει.
Έγκυροι πολιτικοί αναλυτές όπως ο M. o’Hanlon του γνωστού Αμερικανικού Ινστιτούτου Brookings αναφέρουν ότι Αμερικανική Εθνική συναίνεση γύρω από την ενδιάμεση συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα υπάρξει αν η Επιτροπή για την απονομή των βραβείων Νόμπελ στο Όσλο αποφασίσει να προτείνει για το βραβείο της Ειρήνης τον πρόεδρο Ομπάμα και τον πρώην πρόεδρο Μπούς ,θεωρώντας ότι και εκείνος συνέβαλλε με αποφάσεις του στη διαμόρφωση των συνθηκών και του κλίματος που είχαν ως αποτέλεσμα την σημερινή συμφωνία.
Πράγματι, ανεξάρτητα από τις πολλές και δικαιολογημένες διαφωνίες και ενστάσεις που διατυπώνονται για πολιτικές επιλογές του πρώην Προέδρου Τζ. Μπούς που είχαν καταστροφικά αποτελέσματα και για τις ΗΠΑ αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, πρέπει να του αναγνωρισθούν δύο τουλάχιστον αποφάσεις που συνέβαλαν στην διαμόρφωση του κλίματος που οδήγησε στην υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας με το Ιράν.
Η πρώτη αφορά στην συγκρότηση της ομάδας υπό τον τότε υφυπουργό Οικονομικών Stuart Levey η οποία αποφάσισε τις λεγόμενες «έξυπνες » κυρώσεις που αφορούσαν περιορισμούς στην πρόσβαση του Ιράν σε διεθνείς τραπεζικούς του λογαριασμούς, περιορισμούς στις εισαγωγές προϊόντων ιδιαίτερα υψηλής τεχνολογίας, και σε εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων των Ιρανικών εταιρειών. Οι κυρώσεις αυτές που ενισχύθηκαν από τον Πρόεδρο Ομπάμα αποτέλεσαν έναν οικονομικού τύπου μοχλό πίεσης που με την πάροδο του χρόνου σε συνδυασμό και με τις γνωστές εσωτερικές αλλαγές στο Ιράν , είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή στάσης του και την σύναψη της συμφωνίας.
Η δεύτερη αφορά στην απόφαση του Τζ. Μπούς να μην επιτρέψει τελικά στο Ισραήλ να χρησιμοποιήσει τον εναέριο χώρο του Ιράκ προκειμένου να βομβαρδίσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Ιράν. Και μπορεί τελικά οι αποφάσεις αυτές να μην είναι αρκετές για να εξεταστεί το ενδεχόμενο να του απονεμηθεί μαζί με τον Πρόεδρο Ομπάμα το Βραβείο Νόμπελ- άλλωστε η λανθασμένη απόφαση για την εισβολή στο Ιράκ και το Γουαντάναμο θα τον συνοδεύουν για πάντα- σύμφωνα όμως με Αμερικανούς αναλυτές η αναγνώριση τους από τον πρόεδρο Ομπάμα και τους δημοκρατικούς είναι αρκετή για την οικοδόμηση της συναίνεσης στο Κογκρέσο.
Όμως για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ η σημαντική αυτή συμφωνία είναι, στην ουσία , όπως εύστοχα παρατηρεί ο αναλυτήςDavid Rothkopf του γνωστού περιοδικού Foreign Policy, « ένα μικρό κομμάτι σε ένα μεγαλύτερο πάζλ». Πράγματι η προσεκτική παρατήρηση των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί.
Με επίκεντρο τα γεγονότα στην Υεμένη παρατηρούνται, αυτή τη φορά ίσως πιο έντονα , αφενός η διαχρονική προσπάθεια του Ιράν να αυξήσει την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή, αφετέρου η περιπεπλεγμένη θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι ΗΠΑ που έχουν δύο στόχους: την διάλυση του ISIS και τον περιορισμό της Ιρανικής επιρροής, στόχοι που στα πεδία των μαχών αποδεικνύονται διαμετρικά αντίθετοι. Έτσι ενώ στην Υεμένη έχουν ταχθεί με την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων χωρών με τις οποίες αυτή οργάνωσε την γνωστή συμμαχία εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν επαναστατών al Houthi, στο Ιράκ συμπλέουν με το Ιράν στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του ISIS.
Βέβαια η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να δημιουργήσει την γνωστή συμμαχία με άλλες χώρες της περιοχής και να επέμβει στην Υεμένη, δημιούργησε κάποια προβλήματα στην γενικότερη πολιτική του Ιράν . Και τούτο γιατί , για παράδειγμα όταν το Σουδάν αποφάσισε να συμμετάσχει στην Σαουδική συμμαχία , πέραν άλλων δημιούργησε σημαντικό πρόβλημα στο Ιράν στερώντας του στην ουσία έναν διάδρομο (Σουδάν- Χερσόνησος του Σινά- Λωρίδα της Γάζας) που χρησιμοποιούσε για την αποστολή όπλων σε οργανώσεις όπως η Χαμάς στην Παλαιστίνη .
Για τις ΗΠΑ ιδιαίτερη σημασία έχει και η σύμπλευση της Αιγύπτου με την Σαουδική Αραβία στις επιχειρήσεις στην Υεμένη. Και τούτο γιατί κάποιες καθυστερήσεις στην αποστολή αμερικανικής βοήθειας στην κατά τα άλλα σύμμαχο Αίγυπτο λόγω των εκεί πολιτικών εξελίξεων και των αλλαγών στην προεδρία της χώρας επέτρεψαν στην Ρωσία να δώσει το παρόν συνάπτοντας με την Αίγυπτο συμφωνίες αμυντικού και ενεργειακού περιεχομένου, πράγμα που δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι η Ουάσινγτον.
Με αυτά ως δεδομένα η αναζήτηση συναίνεσης στο Αμερικανικό Κογκρέσο είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Αν η πρόσφατη ενδιάμεση συμφωνία με το Ιράν καταψηφισθεί τότε πέρα από ενδεχόμενες συγκεκριμένες δυσμενείς συνέπειες θα δοθούν διεθνώς αρνητικά μηνύματα που ιδιαίτερα αυτή την περίοδο δεν χρειάζονται πρώτα οι ΗΠΑ και στη συνέχεια οι υπόλοιπες χώρες της διεθνούς Κοινότητας.
Ο Γιώργος Δημητρακόπουλος είναι διεθνολόγος πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκδότης της ηλεκτρονικής εφημερίδας LarissaTimes
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου