Πριν από 12 χρόνια, οι New York Times, ο Guardian, η Le Monde, το Der Spiegel και η El País συνεργάστηκαν για τη δημοσιοποίηση αποσπασμάτων από 250.000 έγγραφα που έλαβε ο Ασάνζ στη διαρροή «Cablegate».
Το υλικό, που διέρρευσε στο WikiLeaks από την τότε Αμερικανίδα στρατιώτη Τσέλσι Μάνινγκ, αποκάλυψε την εσωτερική λειτουργία της αμερικανικής διπλωματίας σε όλο τον κόσμο.Εισικότερα, ο 51χρονος Αυστραλός διώκεται στην Αμερική επειδή δημοσίευσε από το 2010 περισσότερα από 700.000 εμπιστευτικά έγγραφα για αμερικανικές στρατιωτικές και διπλωματικές δραστηριότητες - ιδίως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν - και αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης 175 ετών.
Τώρα, οι συντάκτες και οι εκδότες των μέσων που δημοσίευσαν για πρώτη φορά αυτές τις αποκαλύψεις, συγκεντρώθηκαν για να αντιταχθούν δημοσίως στα σχέδια κατηγοριών του Ασάνζ, βασισμένα σε ένα νόμο που έχει σχεδιαστεί για τη δίωξη των κατασκόπων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
«Η δημοσίευση δεν είναι έγκλημα», είπαν, λέγοντας ότι η δίωξη αποτελεί άμεση επίθεση στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. «Η συλλογή και η διάδοση ευαίσθητων πληροφοριών, όταν αυτό είναι απαραίτητο για το δημόσιο συμφέρον, συνιστά ένα ουσιώδης μέρος της καθημερινής δουλειάς των δημοσιογράφων», τονίζουν, λέγοντας ότι «εάν αυτή η δουλειά ποινικοποιηθεί, όχι μόνο η ποιότητα του δημόσιου διαλόγου αλλά και οι δημοκρατίες μας θα αποδυναμωθούν σημαντικά».
Ο Ασάνζ κρατείται στη φυλακή Belmarsh στο νότιο Λονδίνο από τη σύλληψή του στην πρεσβεία του Ισημερινού το 2019. Τα προηγούμενα επτά χρόνια ζούσε μέσα στις διπλωματικές εγκαταστάσεις για να αποφύγει τη σύλληψη, αφού δεν παραδόθηκε σε βρετανικό δικαστήριο για ζητήματα που αφορούσαν ξεχωριστή υπόθεση.
Η τότε υπουργός Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Πρίτι Πατέλ, ενέκρινε την έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ τον Ιούνιο, αλλά οι δικηγόροι του ασκούν έφεση κατά αυτής της απόφασης.
Υπό την ηγεσία του Μπαράκ Ομπάμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δήλωσε ότι δεν θα διώξει τον Ασάνζ για τη διαρροή το 2010, εξηγώντας ότι θα έπρεπε να κατηγορήσουν και δημοσιογράφους από μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα. Η θέση τους έδωσε μεγάλη σημασία στην ελευθερία του Τύπου, παρά τις δυσάρεστες συνέπειές της. Επί Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, η θέση αυτή άλλαξε.
Τα μέσα ενημέρωσης απευθύνουν τώρα έκκληση στην κυβέρνηση Μπάιντεν - ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος επί Ομπάμα - να αποσύρει τις κατηγορίες.
Οι συντάκτες του κεμένου επισημαίνουν ότι η προσφυγή, που ξεκίνησε υπό την αμερικανική προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, και βασίζεται σε μια νομοθεσία που χρονολογείται από το 1917 για την καταπολέμηση της κατασκοπείας «δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ εναντίον δημοσιογράφων, μέσων ενημέρωσης ή ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Ένα τέτοιο κατηγορητήριο δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο» και «απειλεί την ελευθερία της ενημέρωσης», υπογραμμίζουν.
Υπενθυμίζουν ότι οι αρχισυντάκτες των πέντε μέσων ενημέρωσης «έκριναν απαραίτητο να επικρίνουν δημόσια τη στάση του το 2011, όταν δημοσιεύτηκαν τα πλήρη κείμενα διπλωματικών τηλεγραφημάτων, και ορισμένοι από εμάς εξακολουθούμε να ανησυχούμε για την κατηγορία ότι (ο Ασάνζ) βοήθησε στην απόκτηση ηλεκτρονικής πρόσβασης σε μια απόρρητη βάση δεδομένων».
«Όμως σήμερα εκφράζουμε από κοινού τη μεγάλη μας ανησυχία για τις ατελείωτες νομικές διαδικασίες στις οποίες υποβάλλεται ο Ασάνζ», υπογραμμίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου