Η σχέση του Διονύση Σαββόπουλου με τον Αριστοφάνη είναι... διαρκείας. Πριν από τέσσερις, σχεδόν, δεκαετίες (το 1975), ο ποιητής του έδειξε το δρόμο με τους «Αχαρνής» («Ο Αριστοφάνης γύρισε από τα θυμαράκια»).
Τώρα είναι ο «Πλούτος», ένα έργο που το ξέρει από καρδιάς, καθώς έχει μεταφράσει τα χορικά του κι έχει συνθέσει τη μουσική για μια εκδοχή που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Επίδαυρο από το Εθνικό το 1985 (κυκλοφόρησε σε δίσκο μία δεκαετία αργότερα).
Αυτή τη φορά προσεγγίζει το αριστοφανικό κείμενο με τέσσερις διαφορετικές ιδιότητες: του μεταφραστή, του ηθοποιού, του μουσικοσυνθέτη αλλά και για πρώτη φορά εκείνη του σκηνοθέτη! Ο «Πλούτος» δια χειρός Σαββόπουλου κάνει πρεμιέρα, απόψε (παίζεται και αύριο), στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο των Επιδαυρίων.
Ο φτωχός αγρότης Χρεμύλος μαζί με τον τετραπέρατο δούλο του Καρίωνα περιθάλπουν τον τυφλό και τιμωρημένο, από τον Δία, θεό Πλούτο που τυφλώθηκε μικρός για να αποφύγει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους. Με τη βοήθεια του Χρεμύλου και του δούλου του, ο Πλούτος ξαναβρίσκει το φως του και όπως σημειώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος «πραγματοποιεί επιτέλους την ανθρώπινη λαχτάρα για έναν γενικευμένο πλούτο. Με παραμυθένιο τρόπο την κάνει πραγματικότητα: γίνονται όλοι πλούσιοι! Και μας δείχνει ότι αυτό το γενικευμένο όνειρο του πλούτου μπορεί να γίνει απωθητικό και να έχει ορισμένες πλευρές πολύ επικίνδυνες, που κοστίζουν ακριβά. Ολα αυτά όμως τα δίνει με υπαινιγμούς ? σαν να μη θέλει να το ξεκαθαρίσει».
Ο «Πλούτος» διαθέτει «σιωπές, υπαινιγμούς, αμφισημίες, κάτι ανησυχητικά γέλια... Είναι περίεργο έργο, μια τόσο παράξενη κωμωδία!» υπερθεματίζει. «Αναφέρεται σατιρικά στον νεοπλουτισμό και στο λάιφστάιλ, πράγματα που ζήσαμε κάποια χρόνια πριν, γι' αυτό αποκτά μια πιο άμεση σημασία. Το κάνει όμως τόσο υπαινικτικά! Με τρυφερότητα, με σιωπές, με μια θα έλεγα, λογοτεχνική αμηχανία. Κι όλα αυτά σαν ένα αληθινό ποίημα. Είναι ένα έργο για γέλια και για κλάματα».
Παράβαση
Το αγάπησε ιδιαίτερα (αν και «με συγκινούν τα έργα του Αριστοφάνη») γιατί... «είναι μια κωμωδία που έχει μέσα της έναν λυγμό. Σαν να ήθελε ο Αριστοφάνης να γράψει μια τραγωδία, για κάποιον άγνωστο λόγο όμως δεν του επιτρεπόταν να γράφει τραγωδίες - αλλά ό,τι είχε να πει έπρεπε να το έλεγε με τρόπο εύθυμο και λαϊκό».
Το φινάλε του είναι δραματουργικά αδύναμο, δεν έχει Παράβαση, με την οποία συνήθιζε ο ποιητής να μεταφέρει το μήνυμα στους θεατές. Αυτό το μήνυμα το έλεγε πάντα ο κορυφαίος όταν ο χορός έβγαζε τις μάσκες.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφτιαξε τη δική του Παράβαση, την οποία ερμηνεύει ο ίδιος επί σκηνής. Ο Αριστοφάνης ως μεγάλος ποιητής είναι πάντοτε επίκαιρος.
Το συγκεκριμένο κείμενο «αποκτά μια πιο άμεση σημασία, μια και αναφέρεται σε δεδομένα που συνήργησαν σε μεγάλο βαθμό στην (σημερινή) καταστροφή. Η κρίση έξω ήταν αλλού των ακινήτων αλλού των τραπεζών. Σ' εμάς η φούσκα ήταν τούτο το κράτος, το οποίο συνεχίζει απτόητο, σαν φούσκα, μέσα στην καταστροφή που το ίδιο προκάλεσε. Από το 2009 όλοι έχουμε λιώσει, φτωχύνει, αλλάξει, αλαλάξει - κι αυτό μένει ίδιο. Θέλω ένα καινούργιο κράτος! Μερικές φορές με πιάνει απόγνωση».
Η Πενία, η αντίθετη φωνή μέσα στον «Πλούτο», εμφανίζεται συνήθως στις παραστάσεις σαν μια καρικατούρα, σαν αντιπαθής γεροντοκόρη. «Δεν είναι έτσι!» υποστηρίζει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
«Είναι η φωνή της λογικής, η φωνή του μέτρου. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν άλλη λέξη για τη φτώχεια, που σημαίνει εξαθλίωση, ζητιανιά. Πενία είναι απλώς το να σου λείπουν πράγματα - και το λέει αυτό στον μονόλογό της: «Αυτά που με κατηγορείτε αναφέρονται στη ζητιανιά και την εξαθλίωση. Εγώ είμαι αυτό που σε κάνει να δουλέψεις για να παράγεις». Μιλά για το μέτρο, το νοικοκύρεμα, τη δημοκρατία ? που και αυτή δεν είναι κάτι δεδομένο, πρέπει να δουλεύεις συνεχώς για να τη διατηρήσεις. Θέλω να δώσω ιδιαίτερη βαρύτητα στην Πενία».
Η σχέση των πρωταγωνιστών με τον ρόλο είναι η «σχέση που έχει ο καραγκιοζοπαίχτης με τη φιγούρα. Δίνει την κίνηση και τη φωνή του στη φιγούρα, δεν είναι όμως η φιγούρα, έχει μια απόσταση από αυτήν - αλλά μια απόσταση εγχώρια, όχι τευτονική! Βλέπεις, ο Καραγκιόζης είναι ένα παράδειγμα θεάτρου όπου ναι μεν λέγονται χοντράδες, αλλά μέσα σ' ένα πλαίσιο μαγικό». Η οπτική του πάνω στον Αριστοφάνη δεν έχει να κάνει καθόλου με την επιθεώρηση.
«Τελευταία οι περισσότεροι παίζουν τον Αριστοφάνη σαν επιθεώρηση και μάλιστα κακή. Βάζουν μέσα δικά τους αστεία, δικά τους καλαμπούρια κ.λπ. Κάτσε, κύριε! Ολα αυτά που λέει ο Αριστοφάνης είναι αστεία, αλλά μέσα σε μια μαγεία που μόνο ένας ποιητής μπορεί να πετύχει. Σκηνοθετώ δηλαδή τον «Πλούτο» και λίγο σαν διαμαρτυρόμενος θεατής! Για να δείξω ότι ο Αριστοφάνης είναι ποιητής... Σιχαίνομαι τους ντε και καλά νεωτερισμούς μα και τις παλιατζούρες. Αυτό που χρειάζεται είναι φαντασία, ακρίβεια και προπαντός ποίηση. Αυτό προσπαθούμε να πετύχουμε».
Υπογράφει τη μετάφραση... «παρόλο που υπάρχουν εξαιρετικές μεταφράσεις του Αριστοφάνη -από τον Γεωργουσόπουλο, τον Μάτεσι, η παλιά του Χουρμούζη, του Βάρναλη, του Κολώτα-, το μετέφρασα από αγάπη και επειδή όταν βλέπω άλλους να παίζουν, θέλω να παίξω κι εγώ μαζί τους!».
Και σκηνοθετεί... «χωρίς να είμαι σκηνοθέτης, περισσότερο το κοιτάω σαν τραγουδοποιός. Διότι έχω 1.200 στίχους μπροστά μου όπου ανακαλύπτω τη βουβή μουσική τους. Αυτό το κείμενο έχει ρυθμούς, υπολογισμένες σιωπές, τονικά ύψη, επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, εντάσεις?».
Η ταυτότητα της παράστασης
- Μετάφραση/Σκηνοθεσία/Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος.
- Σκηνικά/Kοστούμια: Αγγελος Μέντης.
- Χορογραφία: Ερμής Μαλκότσης.
- Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος.
- Βοηθός Σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου.
- Πρωταγωνιστούν: Νίκος Κουρής, Χρήστος Λούλης, Αμαλία Μουτούση, Μάκης Παπαδημητρίου και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
- Ηθοποιοί, Μουσικοί, Τραγουδιστές, Χορευτές: Στάθης Αννινος, Θανάσης Βλαβιανός, Πέτρος Γεωργοπάλης, Πάρις Θωμόπουλος, Ορέστης Καρύδας, Αλκης Κωνσταντόπουλος, Οδυσσέας Κωνσταντόπουλος, Εντυ Λάμμε, Ευριπίδης Λασκαρίδης, Βασίλης Λέμπερος, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Ηλίας Μελέτης, Γιάννης Μίνως, Νίκος Νταρίλας, Νίκος Πλιός, Σπύρος Τσεκούρας, Αλέξης Φουσέκης.
akarali@pegasus.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου