Aπόγευμα καθημερινής, περιμένω την Ελένη Γκασούκα με το τσιγάρο
κολλημένο στο στόμα έξω από γνωστό στέκι του κέντρου. Φοβάμαι. Πώς να
προσεγγίσεις μια γυναίκα που, παρά τη λαμπρή..
επαγγελματική σταδιοδρομία
της, γυρνάει επί σειρά ετών την πλάτη στη δημοσιότητα; Πώς να ελιχθείς
όταν η ίδια γυναίκα δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ την επώνυμη συζυγική
της «ταυτότητα» για να γίνει αναγνωρίσιμη; Και τι συνειρμούς γεννά ο
εγκέφαλος όταν ο άλλος απλώς δεν γουστάρει να παρακολουθεί τη ζωή του σε
ιλουστρασιόν εξώφυλλα με φωσφοριζέ τίτλους; Η απόφαση ελήφθη: «Θα
πρέπει να είναι ιδιόρρυθμη, κλειστή και απρόσιτη…». Ο ερχομός της
διακόπτει απότομα τις σκέψεις μου και τα πρώτα της λόγια ανοίγουν ρωγμές
στο πρόχειρο οικοδόμημα που είχα φτιάξει για εκείνη: «Αυτό το καφέ δεν
έχει σόμπες και έτσι όπως είστε ντυμένη θα πρέπει να κρυώνετε πολύ. Πάμε
να καθίσουμε κάπου αλλού…».
Ο χορός, η συγγραφή και η στροφή των 180 μοιρών
Κάθεται απέναντί μου. Προτού ανοίξω το μαγνητόφωνο την παρακολουθώ να
κινείται. Χορεύει ολόκληρη. Σώμα, μάτια, βλέμμα, χέρια, ψυχή. Ζωντανή
χορογραφία, από τις γυναίκες εκείνες που το πάθος αποτελεί συνώνυμο της
ύπαρξής τους: «Τον εαυτό μου τον θυμάμαι από πάντα πάνω σε μια σκηνή.
Ξεκίνησα να χορεύω στο θέατρο στα 16 μου χρόνια, μαθήτρια ακόμη, με την
ομάδα της Ραλλούς Μάνου. Τα χρόνια εκείνα το να κάνεις χορό ήταν για
κάποιους μια πολύ παράξενη επιλογή. Ενα παρόν χωρίς μέλλον. Δεν με
ένοιαξε ούτε στιγμή. Πάλεψα πολύ, δούλεψα σαν σκυλί ως χορογράφος,
δασκάλα χορού, χορεύτρια, και τα κατάφερα μια χαρά».
Τη ρωτάω πώς βρίσκει κάποιος τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στη δουλειά
που του αρέσει: «Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες είναι από τη φύση τους
ανίσχυροι να ακολουθήσουν κάτι διαφορετικό. Η φλόγα που σιγοκαίει μέσα
τους τούς ξεπερνά. Ορίζει όλα τους τα “θέλω”, κατευθύνει όλη τους την
ύπαρξη με έναν απόλυτο τρόπο. Αν είσαι γεννημένος καλλιτέχνης, σ’ όποια
μονοπάτια κι αν μπεις, κάποτε η φλόγα μέσα σου θα φουντώσει και θα
κοπάσει μόνο όταν καταπιαστείς μ’ αυτό για το οποίο είσαι πλασμένος.
Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου να ασκούμαι, να χορεύω, να διδάσκω, να γράφω
με πάθος. Να ηρεμώ μόνο τις στιγμές της δημιουργίας».
Το 1982 η Ελένη Γκασούκα φεύγει για το Παρίσι προκειμένου να
παρακολουθήσει μαθήματα χορού. Η επιστροφή της στην Ελλάδα την οδηγεί
στη Θεσσαλονίκη, στο χοροθέατρο του ΚΘΒΕ και στη συνέχεια για δέκα
συναπτά έτη στους Αγαμους Θύτες όπου δουλεύει ως χορογράφος μαζί με τον
σύζυγό της Θοδωρή Αθερίδη. Την περίοδο εκείνη έρχεται στον κόσμο η κόρη
τους, Φωτεινή, και το ζευγάρι επιστρέφει στην Αθήνα: «Χορεύω με ομάδες,
χορογραφώ και γράφω κείμενα. Κάποια καταλήγουν στο συρτάρι κι άλλα στα
σκουπίδια. Τότε ακόμη φοβόμουν. Δεν ένιωθα έτοιμη, ούτε συγγραφικά
ολοκληρωμένη». Με τον χορό καταφέρνει να «πετάξει» στους Ολυμπιακούς
Αγώνες του 2004 όταν καλείται μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο από τη
δημιουργική ομάδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου να φτιάξουν την τελετή λήξης
των Αγώνων: «Ηταν μια μεγάλη έκπληξη για ένα τεράστιο στοίχημα. Αρχικά
είχα αγχωθεί τρομερά αλλά στη συνέχεια κατάλαβα ότι ήμασταν οι μόνοι που
θα μπορούσαμε να το κάνουμε με τον καλύτερο τρόπο. Λίγο καιρό μετά τους
Ολυμπιακούς, το 2007, θα γεννηθούν οι “Ηρωές” μου. Ενα θεατρικό με το
οποίο επανέρχομαι και φέτος με νέα κείμενα. Εκείνη την εποχή έπαψα να
φοβάμαι και να ντρέπομαι. Χωρίς να σκεφτώ τι και πώς, ήθελα να βγάλω
ό,τι είχα στην ψυχή και στο μυαλό μου».
Οι «Ηρωες», το θεατρικό έργο που έσπασε ταμεία, γεννήθηκαν, άραγε, μέσα
από τον κόσμο της κρίσης; Οχι της οικονομικής, αλλά της προσωπικής:
«Περισσότερο από κάθε μορφής κρίση με ενδιαφέρει το πώς κάθε άνθρωπος
μπορεί να σταθεί όρθιος απέναντι στις εσωτερικές του κρίσεις. Εχω βιώσει
πάρα πολλές φορές κρίσεις από τις οποίες κινδύνεψα να χαθώ κι αυτό που
με έσωσε ήταν η αισιοδοξία μου. Δεν αντέχω τη μιζέρια, το παράπονο, τον
βάλτο. Θέλω να βγαίνω από τα απόνερα και να προχωράω μπροστά». Επόμενη
μεγάλη θεατρική επιτυχία, η «Φουρκέτα». Η ιστορία μιας γυναίκας που
αποφασίζει εν μια νυκτί να αλλάξει τη ζωή της κάνοντας στροφή 180
μοιρών. Τη ρωτάω εάν η ίδια έχει επιχειρήσει ποτέ μια τέτοια στροφή.
Χαμογελάει. «Οχι, δεν ανήκω στους ανθρώπους εκείνους που κατάφεραν να
κάνουν στη ζωή τους τη στροφή των 180 μοιρών. Θέλω, αλλά δεν το μπορώ.
Είμαι πολύ καλή στο να οδηγώ τους άλλους σε τέτοιες στροφές. Οχι τον
εαυτό μου…».
Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη...
Σιωπή. Το επόμενο «κεφάλαιο» από τη ζωή της Ελένης Γκασούκα που τολμώ ν’
ανοίξω απαιτεί λίγα λεπτά σιωπής: «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που λένε
πως εάν ο σύζυγός σας, Θοδωρής Αθερίδης, κατάφερε να βγει από τα δίχτυα
του αλκοολισμού το οφείλει σε εσάς. Θα πρέπει να είστε πολύ καλός
άνθρωπος», τολμώ… Και πάλι σιωπή. Μια σιωπή που γίνεται κομμάτια από τη
δική της απάντηση: «Δεν τίθεται θέμα καλοσύνης. Οταν αγαπάς έναν άνθρωπο
και βιώνεις κάποιο πρόβλημά του, δεν οφείλεις, αλλά θέλεις να τον
βοηθήσεις. Ο άνθρωπος κρίνεται από τη στάση του πάνω στην κρίση. Το τι
ιδεολογία και θεωρία κουβαλάει ο καθένας λίγο με ενδιαφέρει. Εμένα με
ενδιαφέρουν οι πράξεις του. Τι μπορεί να δώσει και πόσα μπορεί ν’
αντέξει μέσα σ’ αυτό το δόσιμο!».
Η αγάπη, αν δεν εμπεριέχει λύπη, δεν είναι αγάπη, της λέω
επαναλαμβάνοντας μια δική της φράση από το παρελθόν. Εκείνη χαμογελάει.
Ξανά: «Ερωτεύεσαι και αγαπάς κάποιον για τις αδυναμίες του. Ολοι κάνουμε
τους άνετους, τους δυνατούς και τους καμπόσους. Ομως, μόνο όταν
διακρίνεις την ευαισθησία ή το έλλειμμα που ο άλλος κρατά καλά κρυμμένα,
έρχεται η στιγμή που γεννιέται ο έρωτας. Η λύπη που εκπέμπει ο κάθε
άνθρωπος είναι αυτό που τον κάνει ανθρώπινο και κατ’ επέκταση άξιο για
να αγαπηθεί. Τον άνθρωπο τον φωτίζουν οι αδυναμίες του. Η τελειότητα
είναι θολή και απρόσωπη…». Τη ρωτάω τι είναι αυτό που κάνει έναν γάμο να
αντέχει στον χρόνο: «Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει μια
σχέση να αντέξει στον χρόνο. Ολα παίζουν αλλά κανείς δεν γνωρίζει τη
συνταγή. Μια σχέση είναι κάτι μαγικό. Μπορεί να εμπεριέχει όλα τα
συστατικά της επιτυχίας αλλά να αποτύχει παταγωδώς, και μπορεί να μην
έχει τίποτα και να κρατήσει για πάντα…».
Αφήνουμε στην άκρη τον έρωτα και περνάμε σε άλλα θέματα. Πιο σημαντικά.
Πιο μεγάλα. Πιο απόλυτα: «Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου ήταν,
είναι και θα είναι η κόρη μου. Σήμερα, στα 20 της χρόνια, σπουδάζει
ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης και είναι το παιδάκι μου. Οχι. Δεν τρομάζω
καθόλου που θα ασχοληθεί με αυτόν τον χώρο ούτε αποδέχομαι τα κλισέ
τύπου ότι τα παιδιά ηθοποιών έχουν, πέρα από την απόδειξη του ταλέντου
τους, να “αναμετρηθούν” και με τους επώνυμους γονείς τους. Το θέμα είναι
με το τι θα φορτώσεις εσύ τα παιδιά σου». Η ζωή που έζησε είναι άραγε
εκείνη που ονειρεύτηκε κάποτε; «Δεν ξέρω αν η ζωή που έχω είναι η ζωή
που ονειρεύτηκα. Δούλευα πάντα τόσο σκληρά για το παρόν, ήμουν τόσο
βυθισμένη στον αγώνα μου που απλά αντιδρούσα αφήνοντας τον εαυτό μου στα
χέρια της. Ποτέ δεν οργάνωσα κάτι και ουδέποτε σχεδίασα το παραμικρό.
Ηθελα να είμαι ευτυχισμένη την ώρα ακριβώς που συνέβαινε το καθετί. Δόξα
τω Θεώ όλα πήγαν καλά χωρίς να έχω μέσα μου το παραμικρό απωθημένο».
Λίγα λεπτά προτού χωρίσουμε, φέρνω ξανά στο μυαλό μου τις εικόνες που
έπλασα για εκείνη πριν από τη συνάντησή μας και τις ομολογώ: «Φοβόμουν
ότι θα ήσασταν ιδιόρρυθμη, κλειστή, απρόσιτη». Εκείνη χαμογελά ξανά:
«Δεν είμαι τίποτε από αυτά. Θεωρώ ότι δικαιούμαι να μιλάω μόνο όταν έχω
κάτι να πω. Δεν έχω σχέση με τη δημοσιότητα. Δεν ξέρω τι είναι…». Το
ραντεβού με μια αξιοπρεπή γυναίκα και καλλιτέχνη, μια μεγάλη κυρία είχε
μόλις τελειώσει…
ΠΗΓΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου