Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα μουσείο θα 'μουν -
δεν θα 'μουν.. πέντε χρονών. Στεκόμουν, θυμάμαι, ανάμεσα στους υπόλοιπους
επισκέπτες σε στάση προσκοπικού χαιρετισμού. Εξυπακούεται πως δεν
επιτρεπόταν να περιηγηθώ στον χώρο χωρίς τη συνοδεία κάποιου ενηλίκου,
να μιλήσω παρά μόνο ψιθυριστά ενώ απαγορευόταν ρητά και να αγγίξω το
οτιδήποτε. Από εκείνη την όχι και τόσο ευχάριστη πρώτη εμπειρία και πέρα
από τη θολή ανάμνηση της όψης σαν από πάγο τού κτιρίου, το μόνο που μου
είχε απομείνει ήταν η απορία, τι να συμβαίνει άραγε σ' ένα μουσείο
μόλις σβήσουν τα φώτα και φύγουν οι τελευταίοι επισκέπτες. Στο παιδικό
μου μυαλό τα εκθέματα ζωντάνευαν μέσα στο σκοτάδι, οι πίνακες μιλούσαν,
τα γλυπτά διηγούνταν τις δικές τους ιστορίες.
Και να που σήμερα - το περασμένο Σάββατο το απόγευμα - σχεδόν
είκοσι χρόνια μετά, στέκομαι στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και
Μέρλιν μπροστά στην πόρτα του Ιδρύματος Θεοχαράκη, έτοιμη να δώσω
απάντηση σε αυτό το ερώτημα των παιδικών μου χρόνων. Γιατί αυτή δεν
είναι μια συνηθισμένη επίσκεψη σε μουσείο. Απόψε το ίδρυμα θα
φιλοξενήσει για πρώτη και μοναδική - επί του παρόντος - φορά γονείς μαζί
με τα παιδιά τους προκειμένου να βιώσουν μια ανεπανάληπτη εμπειρία
διανυκτερεύοντας ανάμεσα στο σύνολο των ζωγραφικών έργων του Οδυσσέα
Ελύτη, καθώς και σε έργα κορυφαίων δημιουργών που είχαν αναπτύξει κάποια
σχέση με τον ποιητή. Το πρόγραμμα αρχίζει στις 18.00 το απόγευμα του
Σαββάτου και ολοκληρώνεται την Κυριακή στις 10 το πρωί, στα πλαίσια της
έκθεσης «Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη: Ποίηση και Ζωγραφική», ενώ το
κόστος συμμετοχής ανέρχεται στα 100 ευρώ για ένα παιδί συνοδευόμενο από
έναν γονέα. Την αρχή βέβαια έχουν ήδη κάνει δέκα μουσεία της
Θεσσαλονίκης, τα οποία κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο στα
πλαίσια της δράσης «Διανυκτέρευση στο μουσείο» καλούν παιδιά έως 12 ετών
να ξενυχτήσουν με τα κάθε λογής έργα.
Ενθουσιασμένη για τη γεμάτη υποσχέσεις βραδιά προσπερνάω βιαστικά
την είσοδο και αφήνοντας πίσω μου μια στοίβα από βαλίτσες, υπνόσακους
και μαξιλάρια, κατευθύνομαι στους ορόφους του ιδρύματος, όπου η
σύντροφος του Οδυσσέα Ελύτη Ιουλίτα Ηλιοπούλου έχει ήδη αρχίσει την
ξενάγηση στα εκθέματα. Η φωνή της χαμηλότονη αλλά σταθερή και ακριβής
αντηχεί στον χώρο. Διηγείται ιστορίες από τα παιδικά χρόνια του ποιητή
στις Σπέτσες, εκεί όπου ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, σχέση
καθοριστική για το μετέπειτα έργο του. Η οικογένειά του ήθελε να γίνει
χημικός για να αναλάβει το εργοστάσιο σαπουνοποιίας που διατηρούσαν.
Εκείνος, ωστόσο, αποφάσισε σε πείσμα όλων να μην απαρνηθεί την αγάπη του
για τη λογοτεχνία και να σπουδάσει στη Νομική. Κοντοστέκεται πρώτα σε
μια προθήκη με τη φοιτητική ταυτότητα του Ελύτη κι έπειτα σ' ένα γράμμα,
που έστειλε η μητέρα τού ποιητή στον ίδιο, όταν εκείνος νοσηλευόταν στο
νοσοκομείο των Ιωαννίνων χτυπημένος από τύφο στα χρόνια του πολέμου του
1940.
Οι αφηγήσεις της Ιουλίτας Ηλιοπούλου για τη σπαρτιατική ζωή και το
έργο του ποιητή διακόπτονται κάθε τόσο από τις ερωτήσεις των παιδιών και
τις παρατηρήσεις τους. Μου φαίνεται σαν τα παιδιά να έχουν
προετοιμαστεί μέρες πριν γι' αυτήν τη βραδιά. Ο Γιώργος Κυριακίδης
ταξίδεψε με τον γιο του, τον 11χρονο Στράτο, από τις Σέρρες προκειμένου
να ζήσει αυτή την εμπειρία. Η σκέψη ότι θα κοιμηθούν στρωματσάδα ανάμεσα
στα έργα του Ελύτη έσβησε κάθε αμφιβολία και εμπόδιο. Και τώρα,
βλέποντας τον Στράτο να έχει μπει σ' έναν άλλο κόσμο τόσο διαφορετικό
από αυτόν της επαρχιακής πόλης όπου ζει, η κούραση του ταξιδιού
εξανεμίζεται. Λίγο πιο πέρα όμως, εκεί κάτω από το «Ερωτικό» του Γιάννη
Μόραλη, κάθεται στο πάτωμα με βαριεστημένο ύφος και σκυμμένο το κεφάλι ο
οκτάχρονος Βαγγέλης. Ο μόνος λόγος που πείστηκε να έρθει από τη
Λιβαδειά στην Αθήνα με τους γονείς του και τον μεγαλύτερο αδερφό του
ήταν το ταξίδι με το τρένο. Και να που τώρα νυσταγμένος κρύβεται στην
αγκαλιά της μαμάς του αδιαφορώντας για τα έργα του Πικάσο, του Φασιανού,
του Θεόφιλου και του Τσαρούχη.
Καθώς αναλογίζομαι την πρώτη εκείνη παγωμένη επίσκεψή μου σε
μουσείο και πόσο πολύ έμοιαζα με τον Νέστορα, που εδώ και ώρα παίζει
πότε με την μπλούζα του, πότε με τα μαλλιά της μαμάς του, μπαίνει στην
αίθουσα η Κάτια Παπασπηλιοπούλου, υπεύθυνη των εκπαιδευτικών
προγραμμάτων του ιδρύματος. Και ξαφνικά ανάμεσα στα χρώματα, τους
μαρκαδόρους, τα ψαλίδια και τα χαρτόνια, το μουσείο ζωντανεύει.
Καθόμαστε στο πάτωμα και τα παιδιά καλούνται να εμπνευστούν από τους
στίχους του Ελύτη και να ζωγραφίσουν. Και λίγο αργότερα, όταν τη
σκυτάλη παίρνει ο Παναγιώτης Τσιρίδης, μουσικοπαραγωγός του ιδρύματος, ο
4ος όροφος γεμίζει με τραγούδια, παιδικές φωνές και μουσικές του
Χατζιδάκι. Ακόμη και ο Βαγγέλης, αδιάφορος μέχρι τώρα, συμμετέχει στα
παιχνίδια, τρέχει ανάμεσα στα έργα και ασυναίσθητα έρχεται σε
δημιουργική επαφή με την ποίηση, τη λογοτεχνία και τη μουσική.
Κι ενώ τα παιδιά απαγγέλλουν αποσπάσματα από το «Αξιον Εστί», στους
υπόλοιπους ορόφους ο Ερμής Καθαράκης, υπεύθυνος επικοινωνίας του
ιδρύματος τοποθετεί τα στρώματα και τους υπνόσακους κάτω από τους
πίνακες και ανάμεσα στα χειρόγραφα του Ελύτη. Σε λίγη ώρα θα έρθουν τα
παιδιά με τους γονείς τους και θα στρώσουν χρωματιστά σεντόνια, θα
φορέσουν πιτζάμες και παντόφλες και θα ξαπλώσουν αγκαλιά με τα
αρκουδάκια τους κοιτώντας τους πίνακες. Αλλά δεν θα κοιμηθούν.
Τουλάχιστον όχι αμέσως. Τα παιδιά ξαπλωμένα στα στρώματα παίζουν με τους
φακούς, γελάνε, φωνάζουν. Εχουν πια ξεπεράσει τον αρχικό φόβο και την
ιδέα ότι δεν πρέπει να αγγίζουν τίποτα, επειδή βρίσκονται σε μουσείο.
Ολοι είναι σε εγρήγορση και συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται σε
κατασκήνωση. Με τη μόνη διαφορά, ότι πάνω από τα κεφάλια μας δεσπόζει η
τεράστια φωτογραφία του Ελύτη στην τελετή παραλαβής του Νομπέλ.
Η Νέλλη Μαντζιώκα κοιτάζοντας τα δυο της παιδιά λέει «μακάρι κι
άλλα μουσεία να άνοιγαν τους χώρους τους. Τα παιδιά είναι ενθουσιασμένα,
μπήκαν στο πνεύμα της τέχνης, έκαναν φίλους. Ο μικρός μου γιος δεν
θυμάται τα άλλα μουσεία που έχει επισκεφθεί. Είμαι σίγουρη όμως, ότι
έπειτα από αυτήν την εμπειρία αποκλείεται να ξεχάσει το έργο του Ελύτη
και τις άγνωστες πτυχές του. Στην αρχή ήταν αρνητικός, σταδιακά όμως και
μέσα από το παιχνίδι το μουσείο έγινε ένας δικός του χώρος. Είναι
βέβαια δύσκολο να το επαναλάβουμε σύντομα και ιδιαίτερα σε καιρό κρίσης,
γιατί το κόστος είναι αρκετά μεγάλο».
Είναι ήδη μεσάνυχτα, τα φώτα σβήνουν. Μόνο πάνω από τους πίνακες
λαμπυρίζουν κάποια φωτάκια. Κοντοστέκομαι για λίγο περιμένοντας να
ζωντανέψει μέσα στο σκοτάδι κάποιο από τα εκθέματα. Προς διάψευση της
παιδικής μου φαντασίας τίποτα δεν κουνιέται. Πού και πού ακούγεται ένα
πνιχτό παιδικό γέλιο, μια τελευταία καληνύχτα. Και τότε συνειδητοποιώ
ότι το μουσείο είναι ήδη ζωντανό. Το μόνο που χρειάζεται είναι η
απαραίτητη πρωτοβουλία και ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι, οι οποίοι ξεπερνώντας
παρωχημένες νοοτροπίες θα βρουν ευφάνταστους τρόπους να το κάνουν
προσιτό στα παιδιά και το ευρύ κοινό, που διψά -σε καιρό κρίσης
περισσότερο από ποτέ-, για νέες, αυθεντικές εμπειρίες.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου