Φίλιπ Ροθ «Δεν ψηφίζω Ρεπουμπλικανό ούτε για μπόγια»

Παρά τη σκοτεινιά, τη μυρωδιά του θανάτου, την ανθρώπινη απόγνωση που αποπνέουν τα τελευταία βιβλία του, ο σημαντικότερος εν ζωή αμερικανός συγγραφέας είναι σε μεγάλα κέφια. Στα 78 του, εξακολουθεί να γράφει σαν πολυβόλο και αγωνιά για την οικονομική κρίση. Δεν φοβάται ότι η Αμερική θα χρεοκοπήσει, αλλά ότι μπορεί ο Μπαράκ Ομπάμα να χάσει τις επόμενες εκλογές. «Είναι μακράν ό,τι καλύτερο μπορεί να δώσει η Αμερική», λέει..
Εχουν περάσει ακριβώς τρία χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση στο διαμέρισμά του, στο Απερ Γουέστ Μανχάταν. Ο Ομπάμα είχε μόλις εκλεγεί και ο Ροθ ήταν κατενθουσιασμένος και ταυτόχρονα ανακουφισμένος από την ήττα των Ρεπουμπλικανών. Μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα. Μπορεί οι επικριτές του αμερικανού Προέδρου να αυξάνονται λόγω της οικονομικής κρίσης, όμως ο Ροθ εμμένει στην άποψή του.
«Για μένα, το χειρότερο που μπορεί να βγει από αυτή την κρίση είναι το πολιτικό αποτέλεσμα. Κι αυτό είναι ότι ίσως ηττηθεί ο Ομπάμα. Οι Ρεπουμπλικανοί απλώς θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα» λέει με έμφαση και επαναλαμβάνει πόσο σπουδαίο θεωρεί τον Ομπάμα. «Φοβάμαι μήπως χάσουμε έναν πολύ καλό άνθρωπο. Είναι ένα μείγμα ευφυΐας, αποφασιστικότητας, δύναμης, γοητείας... Είναι συνολικά μια αξιοθαύμαστη προσωπικότητα. Και θα ήταν πραγματικά κρίμα αν είχαμε πάλι τους ηλίθιους τους Ρεπουμπλικανούς».
Δεν κρύβει, άλλωστε, ότι πάντα ψήφιζε Δημοκρατικούς: «Πίστευα και πιστεύω πως είναι οι καλύτεροι για τη χώρα. Ο Ομπάμα είναι ανώτερος ηγέτης και άνθρωπος. Και δεν μπορεί να μεταστρέψει την κρίση που κληρονόμησε και ήταν πολύ βαθύτερη απ' όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Εμπιστεύομαι το Δημοκρατικό Κόμμα περισσότερο από το Ρεπουμπλικανικό. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ρίξει ψήφο σε Ρεπουμπλικανό. Δεν θα τον ψήφιζα ούτε για να κάνει τον μπόγια!». Κάποια στιγμή, μάλιστα, αστειεύεται πως αν του χρόνου ο αντίπαλος του Ομπάμα είναι ο Μιτ Ρόμνεï (σ.σ.: είναι μορμόνος), τότε ίσως σύντομα να δούμε στον Λευκό Οίκο και έναν Εβραίο...
Ο Φίλιπ Ροθ έχει μεγάλη όρεξη για κουβέντα. Και για διαβολεμένο χιούμορ. Είναι σε πολύ καλή διάθεση και χαμογελά συνέχεια, διαψεύδοντάς μου για δεύτερη φορά την εικόνα του στρυφνού και μονόχνωτου συγγραφέα που έχει δημιουργηθεί γι' αυτόν. Την προηγούμενη φορά που βρεθήκαμε έβρεχε καταρρακτωδώς. Αυτή τη φορά είναι μια ηλιόλουστη μέρα και από το παράθυρο ακούγονται τα παιδιά που παίζουν στο διπλανό πάρκο. Τόση όρεξη έχει ο Ροθ για κουβέντα, ώστε πριν αρχίσει η συνέντευξη με ανακρίνει για την κατάσταση στην Ελλάδα - τι, πώς, γιατί συνέβη και ποιος φταίει. Μάλιστα αψηφά ακόμη και τον όρο που ο ίδιος θέτει στις συνεντεύξεις και είναι ορθά - κοφτά: «Φωτογραφίες μόνο στην αρχή ή στο τέλος και ο φωτογράφος να μην είναι παρών στη διάρκεια της συνέντευξης».
Οσο μεγαλώνει, ο Ροθ γίνεται πιο ανθρώπινος. Ή, μάλλον, ήταν πάντα. Εχει γράψει για τον έρωτα, το πάθος, την οδύνη, την ελπίδα, τη διάψευση και, εσχάτως, για τη σκιά του γήρατος, τον θάνατο, την ανημποριά. Πάντα, όμως, για ανθρώπους που συνθλίβονται από φόβους και επιθυμίες, από τη δύναμη των περιστάσεων. Μόνο που τώρα επιλέγει ως ήρωες απλούς ανθρώπους.
Πιστεύει, άραγε, ότι η λογοτεχνία μπορεί να προκύψει από αυτή την κρίση ή από την όποια κρίση; «Δεν νομίζω ότι η λογοτεχνία προέρχεται από την κρίση περισσότερο απ' όσο προέρχεται από τις καλές μέρες. Εχει τη δική της ζωή. Υποθέτω ότι θα υπάρξουν συγγραφείς που θα χρησιμοποιήσουν την κρίση ως θέμα αλλά αυτό χρειάζεται χρόνο. Συνήθως χρειάζεσαι ως συγγραφέας 10 χρόνια για να γράψεις για μια κρίση. Ο συγγραφέας λειτουργεί με τη φαντασία. Δεν είναι φτιαγμένος να απαντά άμεσα σε μια κρίση. Υπάρχουν κάποιοι που έχουν αυτό το χάρισμα, όπως ο Τζον Απντάικ που μπορούσε να αντιδρά άμεσα σε ένα γεγονός στη ζωή του ή στη χώρα, όμως εγώ σίγουρα δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Δεν θα 'ξερα καν από πού να αρχίσω. Συνήθως το κάνω με 25 χρόνια καθυστέρηση (γελάει). Οταν έγραψα για τον μακαρθισμό το έκανα 30 χρόνια μετά, μου παίρνει αρκετό χρόνο. Πρέπει να δεις τις διαστάσεις ενός θέματος και δεν μπορείς να το κάνεις όταν δεν έχεις μια προοπτική. Υστερα από δέκα χρόνια, για παράδειγμα, μπορείς να δεις τι ήταν και να φτιάξεις την ιστορία σου».
Ισως γι' αυτό ο Ροθ δεν βιάζεται, όπως πολλοί αναλυτές, να διακηρύξουν την πτώση του αμερικανικού ονείρου: «Το αμερικανικό όνειρο σήμαινε ότι φτωχοί άνδρες και γυναίκες μπορούσαν να κερδίσουν αρκετά χρήματα σε μια δουλειά, ώστε να μορφώσουν τα παιδιά τους, να αγοράσουν σπίτι, αυτοκίνητο και στη συνέχεια τα παιδιά τους να προοδεύσουν και να ανέβουν κοινωνικά. Αυτό γίνεται ακόμη. Απλώς είναι πιο δύσκολο, επειδή τα παιδιά τελειώνουν το Κολέγιο και πια δεν βρίσκουν δουλειά ενώ χρωστούν και μια ζωή για τις σπουδές τους».
Κατά κάποιον τρόπο και το «Νέμεσις» (Εκδ. Πόλις), το τελευταίο του βιβλίο, πραγματεύεται μια κρίση που καταλήγει σε καταστροφή, αν και άλλου τύπου. «Οι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι στις κρίσεις και δεν ξέρουν ποιον να κατηγορήσουν. Αλλά οι καταστροφές συνθλίβουν τους ανθρώπους. Αυτό το ξέρω» σημειώνει.
Πάντως, δεν βλέπει με καλό μάτι τούς καταληψίες της Γουόλ Στριτ, και όχι μόνο, που οραματίζονται την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. «Δεν έχω πάει εκεί κάτω και δεν με νοιάζει και πολύ. Εγώ έζησα τις διαδηλώσεις του '60 και ξέρω πώς είναι. Είναι ένα σύμπτωμα δυσαρέσκειας, δεν είναι μια αιτία και δεν ξέρω τι μορφή θα πάρει. Τι θα πετύχει όμως; Τίποτα, κατά τη γνώμη μου. Είναι ένα είδος αυστηρού μαρξισμού και μάλιστα δεν φαίνεται να είναι και πολύ ενημερωμένος». Ομολογεί ότι δεν πολυασχολείται με την κρίση. «Ξέρω ό,τι διαβάζω στις εφημερίδες. Ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Επίσης ότι δεν είναι το ίδιο στη Γαλλία και τη Γερμανία όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία».
Από τις εφημερίδες και την τηλεόραση παρακολούθησε και τα γεγονότα που σημάδεψαν την «Αραβική Ανοιξη». Αλλά δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία περί νέου κεφαλαίου δημοκρατίας στις αραβικές χώρες. «Το τι θα προκύψει από αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η πρώτη απόπειρα να αποτινάξει κανείς τον ολοκληρωτισμό αποτυγχάνει. Συνήθως χρειάζονται ακόμη τρεις ή τέσσερις προσπάθειες και μετά πετυχαίνει, αλλά σπάνια συμβαίνει με τη μία. Γιατί τα υπολείμματα του παλαιού καθεστώτος είναι ακόμη εκεί και οι συνήθειες των ανθρώπων δεν αλλάζουν σε μια νύχτα. Νομίζω ότι σε κάθε χώρα θα συμβεί κάτι διαφορετικό».
Ο Ροθ απεχθάνεται τις προσωπικές ερωτήσεις και δεν έχει διστάσει να διακόψει συνεντεύξεις όταν νιώθει ότι οι δημοσιογράφοι σκαλίζουν προσωπικά ζητήματα. Τα μίντια έχουν γράψει εξονυχιστικά για τη ζωή του και για τη σχέση του με τις γυναίκες (ένα θέμα που δεν θέλει καθόλου να συζητά). Τον έχουν αποκαλέσει «Εβραίο που μισεί τον εαυτό του» και τον επικρίνουν ως «μισογύνη». Σε φόρουμ ειδικών στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί τώρα ακόμη και η εκδοχή περί... φεμινιστή Ροθ!
«Κατ' αρχάς, μάλλον θα εννοούσαν "θηλυπρεπής'' και όχι φεμινιστής» απαντά γελώντας. «Δεν ξέρω τι είμαι τώρα. Στην αρχή της καριέρας μου δεν ήξερα πώς να αντιδράσω στο μεγάλο τύμπανο της ασημαντότητας, γιατί περί αυτού πρόκειται. Και τώρα δεν δίνω καμιά σημασία στο τύμπανο που χτυπάει όλη μου τη ζωή. Είναι περίεργο να ανοίγεις την εφημερίδα και να βλέπεις ότι ο Φίλιπ Ροθ είναι "μισογύνης'' και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Αλλά είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς μου. Είμαι απλώς ένας συγγραφέας».
Ο σκοτεινός κύκλος
Τα τελευταία χρόνια ο Ροθ έχει ανοίξει με τα βιβλία του έναν σκοτεινό κύκλο («Καθένας», «Αγανάκτηση», «Ταπείνωση», «Νέμεσις»), όπου κυριαρχεί η φθορά του χρόνου, η παράλυση, η θλίψη, η αγωνία του απρόοπτου, ο θάνατος.
Θα κλείσει ποτέ αυτό τον κύκλο; «Υποθέτω ότι τα τελευταία βιβλία είναι μελαγχολικά και ασχολούνται με τις θλιβερές και τρομακτικές πλευρές της ζωής. Τη θνητότητα, τον θάνατο στον πόλεμο, την κατάρρευση. Αλλά δεν είχα κάποιο πρόγραμμα στο μυαλό μου. Εγραψα απλώς τα βιβλία όπως μου έρχονταν στο μυαλό, κατά πάσα πιθανότητα επηρεασμένος από το γεγονός ότι βρίσκομαι σε αυτή την ηλικία. Για το «Νέμεσις» (σ.σ.: με θέμα επιδημία πολιομυελίτιδας στο Νιου Τζέρσι το καλοκαίρι του 1944) δεν υπήρξε ποτέ τέτοια επιδημία, υπήρχε όμως ο φόβος της αρρώστιας όταν ήμουν παιδί. Ηξερα μόνο έναν άνθρωπο που είχε την ασθένεια και αυτός θεραπεύτηκε. Ο φόβος όμως ήταν ριζωμένος στους γονείς και για μας ως παιδιά ήταν εκεί αλλά και δεν ήταν. Πήρα πολλά γράμματα από ανθρώπους της ηλικίας μου. Η πολιομυελίτιδα ήταν η αόρατη απειλή. Ηταν μεγαλύτερη απειλή από τον πόλεμο. Αυτός ήταν πραγματικός αλλά δεν μας άγγιζε. Η αρρώστια, από την άλλη, ήταν πραγματική. Γι' αυτό συνδυάζω τον πόλεμο και την αρρώστια στο βιβλίο. Διάβασα βιβλία και εφημερίδες της εποχής και μίλησα μόνο σε έναν άνθρωπο που είχε περάσει την ασθένεια. Τον δεύτερο τον συνάντησα τυχαία στην πισίνα όπου πάω και μου διηγήθηκε την όλη περιπέτεια. Δέκα χρόνια τώρα γράφω για τις απειλές. Μη με ρωτάτε γιατί (σ.σ.: ρωτάει ποια είναι η ελληνική λέξη για την απειλή)».
Εξομολογείται ότι το βιβλίο που γράφει τώρα και θα είναι έτοιμο σε περίπου έξι μήνες, μιλά για μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή: «Πρέπει να σταματήσω να το κάνω αυτό. Χαίρομαι που μου εφιστάτε την προσοχή».
Η μεγάλη ανανέωση
Πρόσφατα, ο Κάρλος Φουέντες εξέθεσε στην «El Pais» την προσωπική του λίστα με τους 10 σημαντικότερους ισπανόφωνους σύγχρονους συγγραφείς. Θα έκανε ο Ροθ κάτι παρόμοιο; «Ούτε να το διανοηθώ!» απαντά και αφήνει ένα τρανταχτό γέλιο. «Ο Κάρλος είναι πολύ γενναίος! Είναι άλλο πράγμα να μιλάς γι' αυτούς που έχουν πεθάνει και άλλο να αναφέρεσαι σε σύγχρονους. Αυτό κι αν είναι απειλή! Δεν νομίζω ότι η λίστα μου θα διέφερε από τη λίστα άλλων. Πιθανόν να αναφερόμουν στους 10-15 στους οποίους θα αναφέρονταν και ο Ντον Ντελίλο, ο Εντ Ντόκτοροου, η Τζόις Κάρολ Οουτς, η Τόνι Μόρισον. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις λάθος αν οι συγγραφείς έχουν πεθάνει. Πηγαίνετε σε κάποιον άλλο για τη λίστα με τους ζωντανούς!»
Μιλώντας για νεκρούς και ζωντανούς συγγραφείς, πιστεύει ο Ροθ ότι η ανανέωση στη λογοτεχνία θα έρθει μέσα από άτομα ή από συγκεκριμένες περιοχές ή καταστάσεις; «Η ανανέωση έρχεται από ατομικά ταλέντα. Κάποιες φορές, για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους, υπάρχει ένα άθροισμα ατομικών ταλέντων που δημιουργεί αυτό που λέμε ανανέωση της λογοτεχνίας. Εγώ πιστεύω ότι η μεγάλη ανανέωση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας ήλθε από την Αμερική. Από το '50 και εδώ είχαμε πολύ πλούσια δείγματα μυθιστοριογράφων και το εκπληκτικό είναι ο καθένας είναι διαφορετικός από τον άλλον. Ο Ντελίλο δεν έχει καμία σχέση με τη Μόρισον και η Οουτς με μένα. Ο καθένας έφτιαξε το δικό του μυθιστόρημα. Γιατί η θεωρία δεν λειτουργεί στην αμερικανική συγγραφή. Εμείς προσπαθούμε να λύσουμε ατομικά προβλήματα προοπτικής και όχι θεωρητικά της γραφής».
Το πρόβλημα στην Αμερική δεν είναι οι συγγραφείς - «βγαίνουν συνέχεια καλοί συγγραφείς». Το πρόβλημα είναι ότι «δεν υπάρχουν πολλοί, ούτε καλοί, αναγνώστες. Δηλαδή άνθρωποι που θα αφοσιωθούν πάνω σε ένα βιβλίο για ώρες. Σήμερα, υπάρχουν πολλοί περισπασμοί. Οι περισσότεροι προτιμούν να ασχοληθούν με το Blackberry ή το iPhone. Και δεν τους αδικώ».


ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...