Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, αδικίες,
καταναγκαστικές πορείες, θάνατος, πρόχειροι ενταφιασμοί... Είναι μερικά
μόνο από τα γεγονότα που καταγράφει με απόγνωση ο Κωνσταντίνος
Κιουρκτσόγλου στις σελίδες του ημερολογίου του.
«Πήγαμε και πλυθήκαμε στο προσωρινό χαμάμ που έφτιαξε ο Αγκόπ στους
πρόποδες του Κοπ. Το σώμα μας - για πρώτη φορά, ύστερα από επτά μήνες -
ερχόταν σε επαφή με το νερό» γράφει στις 29 Ιουνίου του 1943. Λίγες
ημέρες ενωρίτερα δε, στις 25 Ιουνίου, δεν κρύβει την πικρία του και
σημειώνει: «Στις εφημερίδες που ήρθαν σήμερα, ο Χουσεΐν Τζαχίτ γράφει
πως "οι μειονοτικοί εξορίστηκαν λόγω έλλειψης χρημάτων, όμως οι
οικογένειές τους ζουν σαν μεγιστάνες στα νησιά και τα κέντρα
διασκέδασης". Είθε κι εκείνοι να πάθουν χειρότερα από μας, τότε μόνο θα
καταλάβουν». Ποιες ήταν οι αιτίες όμως που επέβαλαν τον σκληρό αυτό φόρο
στους μειονοτικούς πληθυσμούς; «Η ανάγκη για εκτουρκισμό της
οικονομίας» εξηγεί στο ντοκιμαντέρ - στο οποίο παρουσιάζονται
δημοσιεύματα του τουρκικού και ελληνικού Τύπου σχετικά με το θέμα - ο
διακεκριμένος τούρκος ιστορικός Ριφάτ Μπαλί.
Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την επίδραση των Ναζί,
το αντιμειονοτικό συναίσθημα που καλλιεργείται στην Τουρκία
κορυφώνεται. Το 1941 αρχίζει η επιστράτευση των «20 ηλικιών». Οι μη
μουσουλμάνοι άνδρες μεταξύ 25-45 ετών αποστέλλονται στα βάθη της Μικράς
Ασίας σε ειδικά στρατόπεδα εργασίας, όπου εργάζονται κάτω από σκληρές
συνθήκες για την κατασκευή δημόσιων έργων. Λίγα χρόνια ενωρίτερα - το
1934 - με νόμο όλοι οι πολίτες της χώρας υποχρεούνται να αποκτήσουν
τουρκόφωνα επίθετα και επιβάλλεται η αποκλειστική χρήση της τουρκικής
γλώσσας στον δημόσιο βίο. «Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και η
άνοδος του ναζισμού οδηγούν κυβέρνηση και Τύπο να υιοθετήσουν μια πιο
επιθετική στάση απέναντι στις μειονότητες, απόρροια της οποίας είναι ο
ληστρικός αυτός φόρος» επισημαίνει η ιστορικός Ειρήνη Σαρίογλου.
«Αρχικός στόχος ήταν ο περιορισμός των ελλειμμάτων και η μείωση του
υψηλού πληθωρισμού. Ωστόσο λίγο πριν από την ψήφιση του νόμου η
κυβέρνηση διεξάγει εμπιστευτική έρευνα σχετικά με την επιχειρηματική
δραστηριότητα των μειονοτικών, με απώτερο σκοπό την ολοκληρωτική
εξαφάνισή τους από την αγορά. Ετσι ο νόμος φόρου περιουσίας εφαρμόζεται
με κραυγαλέα μεροληπτικότητα και υπερβολή εις βάρος του μη
μουσουλμανικού στοιχείου. Ετσι οι μουσουλμάνοι τούρκοι πολίτες κατέβαλαν
συμβολικό φόρο, την ώρα που οι μειονοτικοί φορολογήθηκαν έως και δέκα
φορές παραπάνω από τους αμιγώς τουρκικής - μουσουλμανικής καταγωγής».
«Ο στόχος δεν επιτυγχάνεται. Δεν δημιουργήθηκε τελικά μουσουλμανική
αστική τάξη» εκτιμά ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του
Μαρμαρά Αγιάν Ακτάρ ο οποίος παραδέχεται πως το βαρλίκι ήταν μια κίνηση
εθνικιστική «που προκάλεσε αρρωστημένες καταστάσεις». Αντίθετη γνώμη
όμως εκφράζει η Ειρήνη Σαρίογλου που υποστηρίζει «πως οι Τούρκοι
αγόραζαν ολόκληρες εμπορικές στοές σε εξευτελιστικές τιμές. Η οικογένεια
Κοτς (σ.σ.: μία από τις πλουσιότερες της Τουρκίας) απέκτησε μεγάλη
περιουσία εκείνη την περίοδο».
Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει τον Σεπτέμβριο του 1943 όταν ο
ανταποκριτής των «New York Times» στην Τουρκία δημοσιεύει μια σειρά
άρθρων για τα εργατικά τάγματα. Η διεθνής εικόνα της χώρας αμαυρώνεται.
Τον Δεκέμβριο του 1943 επιτρέπεται στους εξόριστους να επιστρέψουν στις
εστίες τους - ύστερα από έναν χρόνο κακουχιών - και ο νόμος καταργείται
τον Μάρτιο του 1944.
Ωστόσο τουλάχιστον 21 άτομα εικάζεται πως πέθαναν στην εξορία,
γεγονός όχι απίθανο αν σκεφτεί κάποιος όσα γράφει ο Κωνσταντίνος
Κιουρκτσόγλου στις 13 Αυγούστου: «Καθώς δουλεύαμε, οι επικεφαλής μας για
παραπάνω τυραννία διέταξαν την αποστολή της Ερζουρούμ να πάει για
ανεφοδιασμό τροφίμων. Πήγαινε έλα πέντε ώρες. Πήγαν υπό την επιτήρηση
των δεκανέων με τα καμουτσίκια».
Ο νόμος άλλωστε όριζε να μην αποστέλλονται στην εξορία οι άρρωστοι
και οι άνω των 55 ετών υπόχρεοι, εντούτοις εκτοπίστηκαν πολλοί από
αυτούς χωρίς να είναι γνωστό έαν και πότε θα επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου